- κατειλίσσουσι
- καθελίσσωwrap with bandagespres part act masc/neut dat pl (ionic)καθελίσσωwrap with bandagespres ind act 3rd pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθελίσσω — καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α) 1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.) 2. (για φίδι) σύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλίσσω (< ἕλιξ)] … Dictionary of Greek